Από έρευνα που διεξήγαγε η Ernst & Young προκύπτει πως η πλειονότητα των επιχειρήσεων δίνει μεγάλη βαρύτητα στην πρόληψη και εξάλειψη τέτοιου είδους φαινομένων δαπανώντας ολοένα και μεγαλύτερα ποσά που στοχεύουν στην καλύτερη εκπαίδευση των εργαζομένων, καθώς και στην υιοθέτηση προστατευτικών εργαλείων.
Η έρευνα, η οποία διεξήχθη μεταξύ Οκτωβρίου 2015 και Ιανουαρίου 2016 σε σχεδόν 3,000 ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων από 62 χώρες, αναδεικνύει τη συντριπτική σύμπραξη των επιχειρήσεων για ενισχυμένη διαφάνεια στο ποιος τελικά κατέχει κι ελέγχει τις εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονται, με 91% των στελεχών να αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της εξακρίβωσης του απώτερου δικαιούχου των εταιρειών με τις οποίες συναλλάσσονται.
Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι υψηλότερο από το παγκόσμιο μέσο όρο και φτάνει το 96%.
Με δεδομένο ότι η πνευματική ιδιοκτησία είναι ίσως το μεγαλύτερο asset που μπορεί να διαθέτει μια εταιρεία, ενδεχόμενη υποκλοπή του θα συνιστούσε την οικονομική καταστροφή μιας επιχείρησης. Ως μοναδική δε λύση για την αντιμετώπιση του λεγόμενου «κυβερνοεγκλήματος» προτάσσεται η διαρκής και στοχευμένη εκπαίδευση και ενημέρωση των υπαλλήλων. Όπως επεσήμανε ο Γιάννης Δρακούλης, επικεφαλής του τμήματος Ερευνών Οικονομικής Απάτης κι Εταιρικών Αντιδικιών της Ernst & Young, στην Ελλάδα καταγράφεται μετρήσιμη βελτίωση των σχετικών μεταβλητών, ωστόσο χρειάζονται ακόμη πολλά να γίνουν.
«Η διαφθορά και η δωροδοκία είναι διεθνή προβλήματα και η αλήθεια είναι πως τα αποτελέσματα εξακολουθούν και μας προβληματίζουν. Απαιτείται χρόνος για να αλλάξει η κουλτούρα των εταιρειών. Στην περίπτωση της Ελλάδας το ενθαρρυντικό είναι ότι φαίνεται να υπάρχει μια διακομματική συναίνεση για τα θέματα της διαφθοράς τα οποία βρίσκονται έξω από το πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Σκοπός βέβαια είναι να μην μείνουμε στα λόγια, αλλά να περάσουμε στην πράξη. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι τα θέματα αυτά αφορούν τους πάντες, όχι μόνο τους κρατικούς μηχανισμούς και τις επιχειρήσεις».
Παράλληλα ο κ. Δρακούλης ανέφερε πως μέσα στην κρίση οι μεγάλες ελληνικές εταιρείες και οι πολυεθνικές έγιναν περισσότερο ευαισθητοποιημένες σε θέματα που έχουν σχέση με το κυβερνοέγκλημα, παρόλο που οι περισσότεροι θα περίμεναν ότι θα υπερίσχυε η λογική της απάτης και της αντιγραφής στο βωμό του περιορισμού των λειτουργικών εξόδων .
«Παλιά τα διοικητικά στελέχη στην Ελλάδα και οι Έλληνες επιχειρηματίες θεωρούσαν λάθος την ύπαρξη εσωτερικών εταιρικών γραμμών ανώνυμων καταγγελιών. Πίστευαν ότι κάτι τέτοιο ανήκει στην κουλτούρα των Αμερικάνων. Σήμερα πάνω από το 50% των πολυεθνικών στην Ελλάδα ακολουθούν αυτή την πρακτική».
Ειδικότερα, στην 14η Παγκόσμια Έρευνα Απάτης 2016 της ΕΥ αναφέρεται πως η κλιμάκωση των απειλών στον κυβερνοχώρο, η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και οι πρόσφατες εξελίξεις στις αναδυόμενες αγορές, έχουν αυξήσει την πίεση προς τις κυβερνήσεις να δράσουν, και προς τις επιχειρήσεις να εντοπίσουν και να μετριάσουν τα περιστατικά απάτης, δωροδοκίας και διαφθοράς. Η έρευνα καταγράφει την αυξανόμενη ανησυχία των στελεχών και ιδιαίτερα των Οικονομικών Διευθυντών, για τους κινδύνους που εγκυμονεί το κυβερνοέγκλημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 47% των ερωτηθέντων διεθνώς, αλλά και το 46% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα, θεωρεί ότι το κυβερνοέγκλημα αποτελεί υψηλό κίνδυνο για την επιχείρησή τους.
Η κρίση «δικαιολογεί» τη δωροδοκία
Συνολικά το 39% των ερωτηθέντων διεθνώς πιστεύει ότι η δωροδοκία και οι πρακτικές διαφθοράς είναι ευρέως διαδεδομένες στη χώρα τους, με το 83% να υποστηρίζει ότι η δίωξη των ατόμων που ευθύνονται, θα συμβάλει στην αποτροπή φαινομένων απάτης, δωροδοκίας και διαφθοράς στο μέλλον. Την ίδια ώρα, στην Ελλάδα, το ποσοστό των ανθρώπων που πιστεύουν ότι η δωροδοκία και η διαφθορά είναι συνήθεις πρακτικές αγγίζει το 62%, υψηλότερο ακόμη και από το ποσοστό που αναφέρεται στις αναδυόμενες αγορές. Μάλιστα το 36% των στελεχών που μετείχαν στην έρευνα, έναντι 13% στο σύνολο όλων των ερωτηθέντων της έρευνας, αναφέρει ότι θα δικαιολογούσε μία δωροδοκία υπό τη μορφή πληρωμής μετρητών αν θα βοηθούσε την επιχείρησή τους να επιβιώσει στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Τέλος τα στοιχεία δείχνουν πως στις αναδυόμενες αγορές επικρατεί η αντίληψη ότι τα άτομα που ευθύνονται για τη διαφθορά δε λογοδοτούν, με το 70% των ερωτηθέντων στη Βραζιλία και το 56% στην Αφρική και στην Ανατολική Ευρώπη να πιστεύει ότι, ενώ οι κυβερνήσεις είναι πρόθυμες να ασκήσουν διώξεις, δεν είναι ικανές να εξασφαλίσουν καταδικαστικές αποφάσεις. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι 56%, αισθητά υψηλότερο από το 45% που καταγράφεται στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και το 51% στις αναδυόμενες αγορές.