«Η ζήτηση έχει φθάσει τις τελευταίες εβδομάδες να κινείται στα επίπεδα των 10-12 χιλιάδων τερματικών σε μηνιαία βάση όσον αφορά τη δική μας εταιρεία», σημειώνει στην «Η» ο Γιώργος Δρυμιώτης, διευθύνων σύμβουλος της Cardlink, μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες στην Ελλάδα στον χώρο των ψηφιακών συναλλαγών, η οποία ανήκει στον όμιλο Quest Holdings.
Υψηλή ζήτηση παρατηρείται και σε άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον ίδιο χώρο, όπως, για παράδειγμα, στη Viva Payments, όπου ο μηνιαίος ρυθμός αύξησης των τερματικών που εγκαθιστά κυμαίνεται σε επίπεδα άνω των 1500 POS τον μήνα, σύμφωνα με πληροφορίες. Άλλες εταιρείες του χώρου, όπως η Euronet και η EDPS, αποφεύγουν να δώσουν στοιχεία, ενώ είναι πολύ δύσκολο να διευκρινιστεί και πόσα τερματικά έχουν εγκαταστήσει τις τελευταίες εβδομάδες οι τράπεζες, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις συνεργάζονται με την Cardlink ή άλλες εταιρείες του χώρου. Όμως, μία εκτίμηση για ζήτηση της τάξεως μεταξύ 15 και 20 χιλιάδων τερματικών σε μηνιαία βάση, θεωρείται αρκετά ασφαλής. Η υψηλή ζήτηση δεν σημαίνει ότι είναι αντίστοιχος και ο αριθμός των POS που εγκαθίστανται, καθώς οι εταιρείες αλλά και οι τράπεζες δεν είχαν αναπτύξει τις υποδομές τους για να καλύψουν τόσο μεγάλους -για τα ελληνικά δεδομένα- αριθμούς.
Πριν από τα capital controls, οι εκτιμήσεις για το μέγεθος της αγοράς POS στην Ελλάδα διέφεραν αρκετά μεταξύ τους και κυμαίνονταν μεταξύ 130.000 και 150.000. Πλέον, η εκτίμηση -λόγω της έντονης ζήτησης που υπήρξε- είναι ότι έχει φθάσει μεταξύ 160.000 και 170.000 και, όπως σημειώνει στην «Η», ο Δημήτρης Μακρής, Global Accounts Director του ομίλου Printec, που αντιπροσωπεύει τα τερματικά της Verifone, εκ των σημαντικότερων κατασκευαστών POS παγκοσμίως, ο αριθμός είναι βέβαιο ότι θα ξεπεράσει τις 200.000 μέχρι το τέλος του έτους. «Έαν συνεχιστεί η τωρινή αυξητική τάση και όντως επιβληθούν τα μέτρα για αύξηση της χρήσης του πλαστικού χρήματος, τότε εκτιμάμε ότι θα υπάρξει διπλασιασμός του μεγέθους της αγοράς μέχρι το 2017» προσθέτει το στέλεχος της Printec.
Πόσα χρειάζονται;
Ένα ενδιαφέρον ερώτημα έχει σχέση με τον αριθμό που θα πρέπει να φθάσουν τα POS σε περίπτωση που η χρήση των καρτών γίνεται υποχρεωτικά ή δοθούν κίνητρα σε καταναλωτές και επιχειρήσεις. «Το συνολικό νούμερο είναι λίγο δύσκολο να προσδιοριστεί, αλλά εκτιμώ ότι θα είναι πάνω από 400.000», σημειώνει ο κ. Δρυμιώτης, σπεύδοντας να προσθέσει ότι η μετάβαση θα πρέπει να γίνει ομαλά, καθώς μέσα σε μία χρονιά είναι πολύ δύσκολο να εγκατασταθούν περισσότερα από 150.000 τερματικά και αυτό υπό μάλλον ιδανικές συνθήκες.
Η παροχή κινήτρων θεωρείται «κλειδί» για την ενίσχυση της χρήσης, κάτι που προκύπτει και από την πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη του IOBE αναφορικά με τις ηλεκτρονικές πληρωμές. Και αυτό γιατί ενώ η επιβολή των capital controls είχε ως αποτέλεσμα να διπλασιαστεί τον Ιούλιο σε σχέση με τον Ιούνιο, όταν άνοιξαν τα υποκαταστήματα των τραπεζών, η χρήση υποχώρησε και τον Αύγουστο ο αριθμός των συναλλαγών ήταν 78% σε σχέση με τον Ιούνιο και η αξία ήταν στο +77%, ενώ τα αντίστοιχα νούμερα για τον Σεπτέμβριο ήταν στο +94% και στο +76% αντίστοιχα. Κάτι που υποδεικνύει, όπως σημείωσαν τα στελέχη του ΙΟΒΕ, ότι οι Έλληνες επιστρέφουν στις παλιές «συνήθειές» τους. Σημειωτέον δε ότι παρά τον διπλασιασμό των συναλλαγών, η Ελλάδα παραμένει πολύ πίσω στην κατάταξη των ευρωπαϊκών κρατών.
Μείωση προμήθειας
Τι χρεώνουν οι τράπεζες
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν αλλάξει το μοντέλο που χρησιμοποιούσαν μέχρι και πριν από τα capital controls για να δώσουν τερματικό για συναλλαγές με κάρτες στους πελάτες τους. Καταρχήν, η διαδικασία έχει απλουστευθεί πάρα πολύ και το κόστος απόκτησης για μία επιχείρηση ή έναν ελεύθερο επαγγελματία μπορεί να φθάνει ακόμη και τα οκτώ ευρώ.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η βασική προϋπόθεση είναι η επιχείρηση ή ο ελεύθερος επαγγελματίας να έχει πωλήσεις άνω των 30.000 ευρώ σε ετήσια βάση και ένα μεγάλο ποσοστό αυτών να γίνεται με τη χρήση καρτών.
Ο λόγος για τα όρια αυτά είναι πως η τράπεζα πρακτικά παίρνει πίσω την επιδότηση μέσω των προμηθειών της που ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της επιχείρησης. Για παράδειγμα, στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ κινείται σε επίπεδα κάτω από το 1%, ενώ σε γενικές γραμμές για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις διαμορφώνεται μεταξύ 1,5% και 2% (ανάλογα με τον όγκο των συναλλαγών και τη σχέση της επιχείρησης με την τράπεζα). Υπάρχουν πάντως και περιπτώσεις που φθάνει ακόμη και στο 2,5%.
Στην περίπτωση των συναλλαγών με κάρτα, πάντως, το ποσοστό της προμήθειας αναμένεται να μειωθεί από τις 9 Δεκεμβρίου, οπότε και τίθεται σε ισχύ η νέα οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου η προμήθεια για τις διατραπεζικές συναλλαγές (interchange fee) θα πρέπει να είναι έως 0,2% (χρεωστικές) ή 0,3% (πιστωτικές), όταν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι 0,6% (πιστωτικές) και 0,26 ευρώ (χρεωστικές) ανά συναλλαγή.
Το interchange fee είναι, βέβαια, ένα μόνο μέρος της συνολικής προμήθειας με την οποία επιβαρύνεται μία επιχείρηση, αλλά η μείωσή του εκτιμάται ότι θα έχει ως αποτέλεσμα να πέσει και το συνολικό ποσοστό της προμήθειας στα επίπεδα του 1% για όλες τις επιχειρήσεις, κάνοντας έτσι περισσότερο ελκυστικές τις ψηφιακές συναλλαγές ακόμη και για μικρά σημεία.