Έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το ΤΕΙ Κρήτης στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Αρχιμήδης ΙΙΙ», σε δείγμα 406 μεταποιητικών επιχειρήσεων, με στόχο την ανάλυση της ανταγωνιστικότητας και απόδοσης των Ελληνικών Μεταποιητικών Επιχειρήσεων (ΕΜΕ) και με ιδιαίτερη έμφαση στον αντίκτυπο των ποιοτικών χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων, π.χ. καινοτομία, δημιουργία συμπράξεων, διαχείριση γνώσης και ανάπτυξη εσωτερικών τεχνολογικών ικανοτήτων, απέδωσε σημαντικά αποτελέσματα. Μεταξύ των άλλων, εντοπίζονται οι καθοριστικοί παράγοντες επιβίωσης, απόδοσης και ανάπτυξης των ΕΜΕ, ιδιαίτερα στη σημερινή δυσμενή οικονομική συγκυρία για τη χώρα.
Μεταξύ των βασικών συμπερασμάτων της εν λόγω έρευνας αναδεικνύεται η απαίτηση για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ΕΜΕ σε επίπεδο ποιότητας παραγόμενων προϊόντων. Επιπλέον, η καινοτόμος δραστηριότητά τους, η διαχείριση της γνώσης, η επαρκής χρηματοδότηση, η εξαγωγική δραστηριότητα, η δημιουργία συμπράξεων και η ενίσχυση και ορθολογική διαχείριση των εσωτερικών πόρων τους ενισχύουν την ανταγωνιστική τους θέση στην αγορά και προσδίδουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων. Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι οι ΕΜΕ εμφανίζουν πολύ χαμηλά ποσοστά συνεργασίας με τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια της χώρας, ενώ και η διάχυση γνώσης στο προσωπικό των επιχειρήσεων (knowledge management) κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα. Επίσης, εντοπίζεται ότι η ανταγωνιστικότητα των ΕΜΕ επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από τη διαφοροποίηση προϊόντος και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από την καινοτομία των παραγόμενων προϊόντων τους, στοιχείο που αναδεικνύει την ανάγκη για βελτίωση των επιδόσεών τους σε θέματα έρευνας και ανάπτυξης προϊόντων και διαδικασιών. Επιπλέον, παρατηρείται εντός των ΕΜΕ έντονη η μεταφορά γνώσης από το πεπειραμένο ή υψηλού επιπέδου προσωπικό στους άλλους εργαζομένους (knowledge sharing), στοιχείο που επηρεάζει θετικά την αποδοτικότητά τους.
Συνολικά, από τα στοιχεία που αναλύθηκαν γίνεται καταφανές ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ΕΜΕ δεν προωθεί εντός των πλαισίων τους την ανάπτυξη της καινοτομίας. Επιπλέον, εκτός από την καινοτομία σε επίπεδο παραγωγής προϊόντων, χαμηλά επίπεδα παρουσιάζει και η ανάπτυξη ή/και η υιοθέτηση καινοτομίας σε επίπεδο Marketing, όπως π.χ. νέες μέθοδοι προώθησης, συσκευασίας και προβολής προϊόντων.
Η καινοτομία αποτελεί αρωγό στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, καθώς υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η επιχειρηματική καινοτομία δίδει τη δυνατότητα στις ίδιες τις ΕΜΕ να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Στη χώρα μας, οι επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία βρίσκονται σε επίπεδο χαμηλότερο του μέσου όρου της Ε.Ε. και η χώρα παρόλο που παρουσιάζει υψηλά ποσοστά στην εμπλοκή επιχειρήσεων σε δραστηριότητες καινοτομίας, ανήκει στην ομάδα των χωρών με μέτρια επίδοση καινοτομίας (E.E., 2014).
Από την έρευνα αναδεικνύεται επίσης η απαίτηση για συνεργασία των ΕΜΕ με κέντρα/φορείς έρευνας (π.χ.: ΑΕΙ και ΤΕΙ, ερευνητικά κέντρα), η οποία δύναται να αποφέρει στις ίδιες προβάδισμα στη διαφοροποίηση και την καινοτομία των προϊόντων τους έναντι των ανταγωνιστών τους, καθώς και βελτίωση της παραγωγικότητάς τους μέσω της υιοθέτησης και χρήσης πατεντών στην καθημερινή λειτουργία τους. Η καινοτομία, η διαχείριση της γνώσης και η ανάπτυξη των εσωτερικών τεχνολογικών ικανοτήτων αποτελούν τα κλειδιά για τη σταθερή δυναμική ενίσχυση και την ορθολογική λειτουργία των ΕΜΕ. Επομένως, κίνητρα που ενισχύουν τη διασύνδεση μεταξύ των παραγωγικών μονάδων και των ερευνητικών κέντρων/ΑΕΙ-ΤΕΙ προάγουν τη μεταφορά τεχνογνωσίας από τα εργαστήρια στην παραγωγική διαδικασία και ενισχύουν την παρουσία καινοτομίας στον ελληνικό παραγωγικό τομέα.
Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «HORIZON 2020» αποτελεί το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο για την έρευνα και την καινοτομία, για την περίοδο 2014-2020, παρέχοντας δυνατότητες βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Με τις διαφαινόμενες τάσεις, οι Ελληνικές Μεταποιητικές Επιχειρήσεις (ΕΜΕ) θα αντιμετωπίσουν, εφεξής, εντονότερο ανταγωνισμό στις αγορές που στοχεύουν. Ευκαιρίες θα υπάρξουν, κυρίως σε παραδοσιακούς, αλλά και σε άλλους κλάδους. Αλλά το πόσες και ποιες επιχειρήσεις θα τις αξιοποιήσουν είναι αβέβαιο. Από την επιτυχή προσαρμογή των επιχειρήσεων στα νέα δεδομένα θα κριθεί τελικά η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας. Πίσω από κάθε υγιή ανάπτυξη κρύβεται η διάθεση και η ικανότητα των ατόμων να αναλάβουν δράση και να επιχειρήσουν να διακριθούν με πρότυπα σύγκρισης διεθνή.
Γράφουν οι:
* Φωτεινή Βούλγαρη: ομ. καθηγήτρια, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής, ΤΕΙ Κρήτης.
** Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης: καθηγητής Χρηματοοικονομικής, ακαδημαϊκός, Distinguished Research Professor, Audencia Nantes School of Management, πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Χρηματοοικονομικής Μηχανικής και Τραπεζικής.
*** Κωνσταντίνος Βασσάκης: ερευνητικός συνεργάτης ΤΕΙ Κρήτης.
**** Χρήστος Λεμονάκης: δρ, ερευνητικός συνεργάτης ΤΕΙ Κρήτης.
H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο – ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) – Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Εργο: «ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ ΙΙΙ». Επένδυση στην κοινωνία της γνώσης μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.
πηγή: kathimerini.gr