Πρόκειται για έναν επιχειρηματικό πόλεμο που εξελίσσεται στο παρασκήνιο εδώ και μερικούς μήνες. Για την ακρίβεια, από τη στιγμή που ξεκίνησε η διαδικασία της αναδιάρθρωσης των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Και αυτό γιατί όσοι –κυρίως τραπεζίτες– έχουν αναλάβει αυτό το δύσκολο project συναντούν μεγάλη αντίσταση, ενίοτε λυσσαλέα, από εκείνους που δεν θέλουν να προχωρήσει, για λόγους δικών τους συμφερόντων.
Αν σε αυτή την εικόνα προστεθεί και το γεγονός ότι νομικά η όλη διαδικασία βρίσκεται, ώς ένα βαθμό, ακόμα «στον αέρα», αντιλαμβάνεται κανείς το εκρηκτικό «κοκτέιλ» που δημιουργείται. Και πόσο επικίνδυνη είναι η αποστολή για όσους έχουν αναλάβει να τη φέρουν εις πέρας. Τα «στρατόπεδα», αυτή τη στιγμή, διαμορφώνονται ως εξής:
Από τη μία πλευρά, είναι αυτό των παλαιών βασικών μετόχων. Οπως αναμενόταν, δεν παραδίδουν εύκολα τα όπλα και μαζί τον έλεγχο των υπερχρεωμένων εταιρειών τους. Επιμένουν στην παλιά συνταγή, δηλαδή του συνεχώς ανανεούμενου δανεισμού, αρνούμενοι να αντιληφθούν τη νέα σκληρή πραγματικότητα. Τέλος, αποφεύγουν την ίδια συμμετοχή (είτε επειδή δεν έχουν είτε επειδή έχουν, αλλά δεν θέλουν να βάλουν λεφτά) και βάζουν ό,τι προσκόμματα –νομικά και άλλα– μπορούν για να καθυστερήσουν τις εξελίξεις, οι οποίες, όμως, μοιάζουν πλέον αναπόφευκτες.
Με την ίδια πλευρά συντάσσεται, σχεδόν πάντα, και ο ανταγωνισμός. Ο λόγος προφανής: θέλει να κερδίσει μερίδιο αγοράς με μηδενικό κόστος. Και ο μοναδικός τρόπος για να το επιτύχει είναι να συντηρούνται εν ζωή εταιρείες χωρίς προοπτική. Αν αναδιαρθρωθούν και επιβιώσουν, ο στόχος αποτυγχάνει και ταυτόχρονα ο «εχθρός» γίνεται επικίνδυνος. Δηλαδή, διπλό το κακό.
Ο τρίτος εταίρος αυτής της άτυπης συμμαχίας αποτελεί μάλλον έκπληξη. Αναζητείται στις τάξεις των προμηθευτών, και κυρίως εκείνων που δεν είναι ιδιαιτέρως εκτεθειμένοι στις συγκεκριμένες υπερχρεωμένες επιχειρήσεις. Η λογική τους είναι απλή: αν οι τελευταίες κλείσουν, ή στη χειρότερη των περιπτώσεων γι’ αυτούς εξακολουθούν να φυτοζωούν, τότε θα συμπαρασύρουν στον όλεθρο και τους ανταγωνιστές προμηθευτές τους, που είναι πολύ «ανοιγμένοι» σε αυτές. Και κάπως έτσι θα τελειώσουν και εκείνοι μαζί τους.
Η άλλη πλευρά
Από την άλλη πλευρά, βρίσκονται οι πιστώτριες τράπεζες, που έχουν αναλάβει όλο το έργο της αναδιάρθρωσης. Είτε κατά μόνας είτε σε συνεργασία μεταξύ τους, επιχειρούν να αναμορφώσουν το επιχειρείν, δίνοντας δεύτερη ευκαιρία σε χρεωμένες επιχειρήσεις, που έχουν ωστόσο προοπτική. Πώς; Βάζοντας φρέσκο χρήμα, τόσο οι ίδιες –στο μέτρο του δυνατού, υπό τις παρούσες δύσκολες συνθήκες από πλευράς ρευστότητας– όσο και τα επενδυτικά funds (ελληνικά ή ξένα), που ενδιαφέρονται για τις εν λόγω εταιρείες, ανά περίπτωση.
Το κύριο βάρος της νέας χρηματοδότησης το αναλαμβάνουν αυτά, οπότε λογικό είναι να αποκτούν και το πάνω χέρι στον έλεγχο και στο μάνατζμεντ των εταιρειών. Και εκεί κλείνει ο παλιός κύκλος, με τους παλαιούς βασικούς μετόχους, και αρχίζει ο νέος. Και κάπου εκεί αρχίζει συνήθως και ο νομικός πόλεμος που στόχο έχει αν όχι να αποτρέψει, σίγουρα να καθυστερήσει τις εξελίξεις που εκ των πραγμάτων δρομολογούνται. Για την ακρίβεια, κάπου εκεί πιάνουν δουλειά οι δικηγόροι και τα νομικά τμήματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πρόοδο των projects.
Το μεγάλο παράπονο της πλευράς των τραπεζών είναι ότι κάπου εδώ ξεκινούν και οι όποιες γκρίζες ζώνες της όλης προσπάθειας. Και αυτό γιατί η αναδιάρθρωση του Πτωχευτικού Κώδικα στην Ελλάδα, μολονότι ως διαδικασία έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου τρία χρόνια, ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι να υπάρχουν νομικά κενά, που δυσκολεύουν τη ζωή όσων ασχολούνται με το όλο εγχείρημα. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν τραπεζικά στελέχη που φοβούνται πλέον να βάλουν ακόμα και την υπογραφή τους κάτω από αποφάσεις, από τον φόβο των όποιων νομικών εμπλοκών. Υπάρχουν, ωστόσο, και στελέχη που όχι μόνο υπογράφουν αλλά θεωρούν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις «η καλύτερη νομική άμυνα είναι η επίθεση». Και έτσι πορεύονται.
Για την ιστορία μόνο, θα πρέπει να διευκρινισθεί στο σημείο αυτό ότι όλη η παραπάνω εμπλοκή έχει να κάνει αποκλειστικά με την αναδιάρθρωση επιχειρηματικών δανείων, και μάλιστα πολύ συγκεκριμένων. Για τα δάνεια που αφορούν ιδιώτες (κυρίως τα στεγαστικά), αυτό το οποίο ξεκάθαρα προωθείται είναι η σύσταση εταιρειών διαχείρισης των επισφαλειών. Θα πρόκειται κυρίως για joint ventures, με ξένους εξειδικευμένους ομίλους, που έχουν την ανάλογη εμπειρία από τρίτες χώρες. Οι πληροφορίες, μάλιστα, λένε ότι την ελληνική αγορά διερευνούν γι’ αυτόν τον σκοπό έξι-επτά τέτοιες εταιρείες, ενώ νέες ανακοινώσεις από αυτό το μέτωπο δεν αποκλείεται να γίνουν και μέσα στις επόμενες ώρες.
kathimerini.gr